- Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου
- Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore.
Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που στεγάζει, τα οποία καλύπτουν τη μακραίωνη ιστορία της αρχαίας Κορίνθου από τα νεολιθικά χρόνια έως το Μεσαίωνα, θα σχηματίσετε μια σαφή εικόνα για τις περιόδους της μεγάλης ακμής, αλλά και για τις περιόδους της καταστροφής και ερήμωσης που γνώρισε αυτή η πόλη.
Η μικρή αίθουσα αριστερά της εισόδου στο μουσείο, που, όπως αναφέρεται σε παλαιότερους οδηγούς, στέγαζε τα προϊστορικά ευρήματα της ευρύτερης περιοχής της Κορίνθου, έχει εδώ και μερικά χρόνια μετατραπεί σε γραφείο. Έτσι, τα παλαιότερα ευρήματα της συλλογής εκτίθενται στην αρχή της αριστερής πλευράς της πρώτης μεγάλης αίθουσας του μουσείου, που βρίσκεται δεξιά μετά το πωλητήριο.
Δυστυχώς, το γεγονός ότι σε όλες σχεδόν τις χωρίς αρίθμηση προθήκες της αίθουσας δε δίνονται πληροφορίες για τα επιλεγμένα εκθέματα, και όσον αφορά τα αγγεία, για τους ρυθμούς στους οποίους ανήκουν, θα δυσκολέψει όσους από εσάς θα θέλατε να μάθετε περισσότερα για τη συμβολή της κορινθιακής αγγειογραφίας στην αρχαία ελληνική κεραμική τέχνη. Αν πάντως προγραμματίσετε την επίσκεψή σας στο μουσείο μερικές μέρες πριν, εκτός από τους γενικούς οδηγούς του αρχαιολογικού χώρου (που και σε αυτούς μην περιμένετε να βρείτε σπουδαία πράγματα για τη συλλογή της κεραμικής), καλό θα ήταν να ψάξετε και σε πιο εξειδικευμένα βιβλία. Ορισμένα στοιχεία βέβαια θα βρείτε και στο κείμενο που ακολουθεί.
Στις δύο πρώτες προθήκες στην αριστερή πλευρά της πρώτης αίθουσας, θα δείτε ευρήματα που μαρτυρούν την εγκατάσταση ανθρώπων από τα νεολιθικά χρόνια στη θέση της Κορίνθου των ιστορικών χρόνων και στη γύρω περιοχή. Η τοποθεσία της αρχαίας Κορίνθου ήταν ιδανική για τη δημιουργία οικισμών. Προστατευμένη στα βόρεια από τον Ακροκόρινθο, είχε άφθονο νερό (το οποίο αργότερα διοχετευόταν στις κρήνες Πειρήνη και Γλαύκη, που θα συναντήσετε κατά την περιήγησή σας στον αρχαιολογικό χώρο), απείχε μόνο 2 χλμ. περίπου από τη θάλασσα και είχε υπό τον έλεγχό της την εύφορη κοιλάδα που απλωνόταν μέχρι τη θάλασσα και τη χερσαία επικοινωνία ολόκληρης της Πελοποννήσου με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η περιοχή κατοικούνταν συνεχώς μέχρι και τα μεσαιωνικά χρόνια.
Στην αρχή της πρώτης αίθουσας, στα δεξιά σας, θα δείτε ένα αναθηματικό κιονόκρανο δωρικού ρυθμού, του 6ου αι. π.Χ., που προέρχεται από τον Κεραμεικό της Κορίνθου. Στη συνέχεια, στην πρώτη προθήκη μπορείτε να δείτε αντιπροσωπευτικά αγγεία και ειδώλια της νεολιθικής (6000-3200 π.Χ.), πρωτοελλαδικής (3200-2000 π.Χ.) και μεσοελλαδικής εποχής (2000-1600 π.Χ.), ενώ στη δεύτερη ειδώλια και λίθινα εργαλεία της πρωτοελλαδικής εποχής.
Ανάμεσα στα εκθέματα αυτών των δύο προθηκών θα διακρίνετε και μερικά εφυραϊκά αγγεία, κυρίως κύλικες με ψηλό πόδι, που πήραν το όνομά τους από τη μυθική πόλη Εφύρα, η οποία, σύμφωνα με τον Όμηρο, βρισκόταν κοντά στο Άργος και τους μύθους της οποίας φαίνεται πως είχαν οικειοποιηθεί οι Κορίνθιοι.
Στις επόμενες δύο προθήκες εκτίθενται αγγεία με γεωμετρικές παραστάσεις και διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και τέσσερα κοσμήματα, που προέρχονται κυρίως από τάφους του 10ου, 9ου, και 8ου αι. π.Χ.
Στο επάνω μέρος της τέταρτης προθήκης, δεξιά, αξίζει να προσέξετε την πρόχου με τις παραστάσεις ζώων στο λαιμό της, η οποία εκτίθεται μαζί με το τριποδικό αγγείο που χρησίμευε ως βάση της, του 8ου αι. π.Χ.
Στις πέντε επόμενες προθήκες θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μερικά από τα καλύτερα δείγματα κορινθιακής αγγειογραφίας, η οποία, σταδιακά, από το 700 π.Χ. περίπου, κατέκτησε την αγορά του τότε γνωστού κόσμου γύρω από τη Μεσόγειο και χάρισε μεγάλη φήμη και πλούτο στην πόλη της Κορίνθου.
Παρατηρώντας προσεκτικά τα ευρήματα της πέμπτης και έκτης προθήκης, όπου εκτίθενται μικρά και μεγάλα αγγεία της ύστερης γεωμετρικής (735-700 π.Χ.) και της πρωτοκορινθιακής εποχής (720-630 π.Χ.), θα αντιληφθείτε τη μετάβαση από το γεωμετρικό στον ανατολίζοντα ρυθμό, στην οποία οι Κορίνθιοι κεραμείς φαίνεται να πρωτοστάτησαν. Έτσι, θα δείτε στην ίδια προθήκη αγγεία με γεωμετρικά σχήματα και σύμβολα, και δίπλα σ’ αυτά άλλα αγγεία με τη χαρακτηριστική διακόσμηση του ανατολίζοντος ρυθμού (700-630 π.Χ.) από φυτά, ζώα και μυθολογικά θέματα. Έχει υποστηριχθεί ότι οι Κορίνθιοι αγγειογράφοι, εκτός από την ανακάλυψη του ανατολίζοντος ρυθμού (όπου οι μορφές αποδίδονται με περίγραμμα αντί για μαύρο χρώμα), ανακάλυψαν και το μελανόμορφο ρυθμό (όπου οι μορφές αποδίδονται πάλι με μαύρο χρώμα, όπως στο γεωμετρικό ρυθμό, αλλά αποδίδονται επιπλέον οι λεπτομέρειες με χάραξη και με άλλα δύο χρώματα, το ιώδες και το λευκό).
Στην έβδομη προθήκη τα πράγματα είναι λιγότερο μπερδεμένα. Μεταξύ του 650 και 590 π.Χ. (ύστερη πρωτοκορινθιακή και πρώιμη κορινθιακή περίοδος) κατασκευάζονται στην Κόρινθο μερικά από τα ομορφότερα αγγεία της ελληνικής κεραμικής, όπως τα δύο μικρά αλάβαστρα με τις παραστάσεις ζώων που εκτίθενται στο ύψος του ματιού. Τα αλάβαστρα και οι αρύβαλλοι –μικρά σε μέγεθος αρωματοδοχεία– είναι τα χαρακτηριστικά αγγεία που σηματοδοτούν την ακμή των κορινθιακών κεραμικών εργαστηρίων και εξάγονταν σε όλες τις γνωστές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Στην ίδια προθήκη, αλλά και στην τελευταία (ένατη) της αριστερής πλευράς της αίθουσας, παρουσιάζονται αγγεία της μέσης κορινθιακής περιόδου (590-570 π.Χ.). Ανάμεσά τους υπάρχουν και μεγαλύτερα αγγεία, στα οποία όμως η διακόσμηση δεν είναι τόσο προσεγμένη. Αυτό, βέβαια, ήταν απολύτως φυσιολογικό, γιατί η μαζική παραγωγή των κεραμικών εργαστηρίων της Κορίνθου, για να ανταποκριθεί στην τεράστια ζήτηση της αγοράς, είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή πτώση της ποιότητας. Τότε ήρθε η σειρά των Αθηναίων κεραμέων να πάρουν τη σκυτάλη.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι τα αγγεία αυτής της περιόδου δεν είναι αξιόλογα. Πάρτε σαν παράδειγμα το μικρό αμφορέα με πώμα που φέρει διακόσμηση δύο αντικριστών πετεινών, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό της παραγωγής γύρω στο 600 π.Χ.
Στην όγδοη προθήκη, ανάμεσα στις δύο προαναφερόμενες, μπορείτε να δείτε θραύσματα πήλινων ζωγραφισμένων πινάκων και δύο πήλινα ειδώλια, στο ένα από τα οποία, της καθιστής γυναικείας μορφής, έργο του 6ου αι. π.Χ., σώζεται ακόμα ο αρχικός του χρωματισμός.
Στο βάθος της αίθουσας θα δείτε μια μικρή συλλογή γλυπτών που χρονολογούνται από τον 6ο και 5ο αι. π.Χ.
Η μαρμάρινη σφίγγα που σώζεται σχεδόν ακέραιη και εκτίθεται στο αριστερό μέρος, προέρχεται από επιτύμβιο μνημείο του 550 π.Χ. περίπου και βρέθηκε το 1972 στο βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Κορίνθου.
Αριστερά πίσω από τη σφίγγα εκτίθεται σε επιτοίχια προθήκη ένα τμήμα από πήλινο σύμπλεγμα που απεικονίζει μια ανάγλυφη Αμαζόνα στο έδαφος και τα πόδια δύο Ελλήνων πολεμιστών. Υπολογίζεται πως έχει φιλοτεχνηθεί μεταξύ του 500 και 475 π.Χ. και πιθανόν βρισκόταν στο αέτωμα κάποιου άγνωστου σ’ εμάς ναού της εποχής.
Δεξιά από αυτό το ανάγλυφο θα δείτε ένα πήλινο ακρωτήριο σε σχήμα σφίγγας, στο οποίο σώζονται ίχνη χρώματος, καθώς και άλλη μία πώρινη σφίγγα από της περιοχή της Νότιας Στοάς.
Δεξιά από τις σφίγγες, στον τοίχο, εκτίθενται πώρινα ακροκέραμα και τμήματα σίμης που προέρχονται από τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα (550 π.Χ. περίπου), ενώ μπροστά από αυτά ένα ακέφαλο άγαλμα γυναικείας μορφής σε κίνηση από το Ασκληπιείο και μια πώρινη σφίγγα από τον Κεραμεικό.
Κατευθυνόμενοι από το βάθος της αίθουσας προς την έξοδο, στην πρώτη προθήκη που θα συναντήσετε, θα δείτε, μεταξύ άλλων, αγγεία μελανόμορφου ρυθμού από την Αττική και αγγεία της ύστερης κορινθιακής εποχής (560-535 π.Χ.). Η υπεροχή των πρώτων εδώ πλέον γίνεται φανερή. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. η παραγωγή της Κορίνθου προορίζεται σχεδόν μόνο για την τοπική αγορά, ενώ στην Αττική κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα όμορφα δείγματα μιας λαμπρής πορείας, όπως η κύλικα με την παράσταση των πολεμιστών που θα δείτε εδώ.
Στην ίδια προθήκη εκτίθεται και μια σειρά από μικρογραφικές κύλικες, από τις οποίες η μία φέρει την υπογραφή του Αθηναίου κεραμέα Νέαρχου.
Στην αμέσως επόμενη προθήκη θα δείτε θραύσματα από αγγεία της ύστερης κορινθιακής εποχής (560-535 π.Χ.) και μια σειρά από άλλα ευρήματα της ίδιας εποχής περίπου, από τα οποία ξεχωρίζουν μια πήλινη πινακίδα με παράσταση γοργόνας και ένα άλογο από ανάγλυφο με τέθριππο, το οποίο πιθανόν προέρχεται από μετόπη του ναού του Απόλλωνα.
Στην επόμενη προθήκη εκτίθενται ερυθρόμορφα αγγεία από την Αττική, πήλινα ειδώλια, μια αξιόλογη κορινθιακή οινοχόη με παράσταση συμποσιαστών και μερικοί πήλινοι μικροί βωμοί με παραστάσεις. Σε έναν από αυτούς διακρίνεται στη μια πλευρά λιοντάρι και στην άλλη ένας μικρόσωμος γυμνός άντρας, για τον οποίο πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για πυγμαίο που προσπαθεί να χτυπήσει με το ρόπαλό του ένα γερανό.
Στην τέταρτη προθήκη από το τέλος ξεχωρίζουν δύο συμπλέγματα γυναικείων μορφών που χορεύουν γύρω από έναν αυλητή και δίπλα τους ένας οστέινος αυλός. Εδώ εκτίθενται επίσης πήλινα ειδώλια, ένα κράνος κορινθιακού τύπου του 5ου αι. π.Χ. και, τέλος, ένα μοναδικό εύρημα: Πρόκειται για ένα αγγείο του 5ου αι. π.Χ., μέσα στο οποίο σώζονται λέπια από συναγρίδα και τόνο, τα οποία είχαν αλιευθεί κατά πάσα πιθανότητα στον Ατλαντικό.
Στην επόμενη προθήκη μπορείτε να δείτε δύο πήλινα ειδώλια, θραύσματα από ερυθρόμορφα αγγεία και αγγεία που έχουν διακοσμηθεί από διάσημους ζωγράφους της αρχαιότητας, όπως είναι οι ζωγράφοι του Βερολίνου, του Λένινγκραντ, του Πιστόξενου και του Επιδρόμου.
Στην έκτη κατά σειρά προθήκη εκτίθενται ειδώλια, μεγαρικοί σκύφοι, πήλινα πλακίδια και αγγεία της ελληνιστικής εποχής, και ακριβώς δίπλα ένας πήλινος βωμός με παράσταση των Διόσκουρων, του 4ου αι. π.Χ.
Από τα εκθέματα της προτελευταίας προθήκης αξίζει να προσέξετε τη λεοντοκεφαλή με τα έντονα χρώματα, που βρίσκεται στο επάνω τμήμα της, και το χάλκινο καθρέφτη με το κάλυμμά του, που φέρει την έκτυπη απεικόνιση μιας γυναίκας την ώρα που τη χτενίζει μια κομμώτρια προφανώς, ενώ τη σκηνή παρακολουθεί η υπηρέτριά της.
Στην τελευταία προθήκη θα δείτε ομοιώματα από μέλη του ανθρώπινου σώματος που οι πιστοί αφιέρωναν στο Ασκληπιείο της Κορίνθου, του 4ου αι. π.Χ. Μια πολύ μεγαλύτερη συλλογή από τέτοια ευρήματα εκτίθεται στη μικρή αίθουσα του μουσείου που είναι αφιερωμένη στο Ασκληπιείο.
Προχωράμε στη συνέχεια στις προθήκες στο κέντρο της αίθουσας. Στην πρώτη εκτίθενται αντικείμενα που είχαν εισαχθεί στην Κόρινθο από τις πόλεις της Ιωνίας, τη Ρόδο, τη Χίο, τη Λακωνία, τη Νότια Ιταλία και την Ετρουρία. Επίσης, αγγεία που είχαν αφιερωθεί στο ιερό της Ήρας στην αρχαία πόλη Σολύγεια (νότια του λιμανιού των Κεγχρεών), καθώς και ένα θραύσμα χάλκινης φιάλης που φέρει την επιγραφή «ΤΑΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΕΙΜΙ» και προέρχεται από ιερό του Κεραμεικού.
Ιδιαίτερη προσοχή αξίζουν τα δύο μικρά πλακίδια που φέρουν επιγραφές σε ελληνικό αλφάβητο, οι οποίες θεωρούνται πως είναι από τις παλαιότερες που έχουν βρεθεί (8ος αι. π.Χ.).
Στη δεύτερη προθήκη εκτίθενται κυρίως αντικείμενα που σχετίζονται με την παραγωγή των εργαστηρίων κεραμικής που λειτουργούσαν στην Κόρινθο: αγγεία με δείγματα ημιτελούς διακόσμησης, μήτρες πήλινων ειδωλίων, τρίποδες για την τοποθέτηση των αγγείων στον κλίβανο, αγγεία που αλλοιώθηκαν σε κάποιο στάδιο της κατασκευής τους και πρώτες ύλες για το χρωματισμό των αγγείων.
Στην ίδια προθήκη δείτε ακόμα τις μικρές πήλινες αναθηματικές ασπίδες, τα πήλινα αναθήματα από το ιερό των Στηλών του Κεραμεικού, τα σπασμένα αγγεία που χρησίμευαν ως δοχεία για χρώματα, και τα χαριτωμένα δείγματα αγγείων μαθητευόμενου αγγειογράφου.
Στη δεύτερη αίθουσα, την πιο εντυπωσιακή του μουσείου, που βρίσκεται αριστερά του προθαλάμου, εκτίθενται τα κινητά ευρήματα από την περίοδο άνθησης της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας. Είχαν περάσει εκατό περίπου χρόνια από την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο (146 π.Χ.), όταν ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε την ανοικοδόμησή της, το 44 π.Χ., και την εγκατάσταση σε αυτήν, απελεύθερων Ελλήνων της Ρώμης, καθώς και εμπόρων και ναυτικών από την Ανατολή και την Αίγυπτο.
Από τότε και μέχρι την αρχή των εισβολών των βαρβάρων Ερούλων, στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (εποχή στην οποία χρονολογούνται τα περισσότερα εκθέματα της αίθουσας), η Κόρινθος γνωρίζει μια νέα ακμή. Μετατρέπεται σε κοσμοπολίτικο κέντρο, στο οποίο συνυπάρχει η λατρεία πολλών θρησκειών και όπου ο Απόστολος Παύλος, το 52 μ.Χ., κατάφερε να οργανώσει μία από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της Ευρώπης.
Μπαίνοντας σ’ αυτή την αίθουσα με το όμορφο μωσαϊκό δάπεδο θα δείτε στα αριστερά σας ένα μεγάλο άγαλμα, που απεικονίζει τον Δία ή το θεοποιημένο Ιούλιο Καίσαρα. Αριστερά και δεξιά του βρίσκονται δύο ανδριάντες ένοπλων πολεμιστών με παραστάσεις στο χιτώνα τους στο ύψος του θώρακα. Ψηλά στον τοίχο, πίσω από τα τρία αυτά αγάλματα, έχει στηθεί ένα άγαλμα Νίκης, που αποτελούσε το ακρωτήριο στο αέτωμα κάποιου ναού.
Στην αρχή της αριστερής πλευράς της αίθουσας υπάρχουν τα μαρμάρινα αγάλματα του Γάιου Καίσαρα, του Αυγούστου και του Λουκίου, και στη συνέχεια μια προθήκη, όπου μπορείτε να δείτε γυάλινα δοχεία, πινάκια, λύχνους, τμήματα από επένδυση ενός ρωμαϊκού κρεβατιού και ένα μικρό ειδώλιο της Αφροδίτης.
Στην ίδια πλευρά, μετά το αρχαϊστικό άγαλμα γυναικείας μορφής που προέρχεται από διακόσμηση κρήνης, θα δείτε τμήματα ενός μεγάλου ψηφιδωτού, καθώς και την αναπαράσταση του δαπέδου από όπου αυτό αποκολλήθηκε. Προέρχονται από την τραπεζαρία μιας ρωμαϊκής κατοικίας, διαστάσεων 5x9 μ. Το πλήρες μωσαϊκό αποτελούνταν από τρία φατνώματα, με παραστάσεις πτηνών και καρπών, τα οποία περιβάλλονταν από μαίανδρο και γύρω από αυτόν από μία ταινία, πάνω στην οποία εικονίζονταν κένταυροι, άνθη και άγρια θηρία.
Ακολουθεί μια κεφαλή αθλητή από το θέατρο και δύο εξαιρετικά μικρά μωσαϊκά που σώζονται ακέραια. Στο κέντρο του πρώτου εικονίζεται η κεφαλή του Διονύσου και γύρω από αυτήν ένα περίτεχνο κυκλικό σχέδιο. Στο δεύτερο εικονίζεται ένας βοσκός να παίζει τη φλογέρα του κάτω από ένα δέντρο παρατηρώντας τα τρία βόδια του. Η εικόνα αυτή αντιγράφει έναν πολύ γνωστό στην αρχαιότητα πίνακα του ζωγράφου του 4ου αι. π.Χ. Παυσία που καταγόταν από τη γειτονική Σικυώνα.
Ανάμεσα στα δύο ψηφιδωτά εκτίθενται η κεφαλή από το άγαλμα ενός νεαρού άντρα και η κεφαλή μιας γυναικείας μορφής, αντίγραφο έργου του 5ου αι. π.Χ.
Δίπλα βρίσκεται ένα άγαλμα που πιθανόν να απεικόνιζε τη Νέμεση, ή τη Δήμητρα ή την Άρτεμη· στον τοίχο, τρεις κεφαλές αγαλμάτων, και μπροστά από αυτές ένα άγαλμα της Άρτεμης, αντίγραφο πρωτότυπου έργου του 5ου αι. π.Χ.
Λίγο μετά το μέσο της αίθουσας θα δείτε ένα ανάγλυφο με ορχούμενες μαινάδες, δύο κεφαλές Διονύσου ψηλά στον τοίχο, και κάτω από αυτές ένα τμήμα του ανδριάντα του αυτοκράτορα Αδριανού με πανοπλία, που βρέθηκε στο Ωδείο· στην άκρη αριστερά ένα άγαλμα της Περσεφόνης.
Στο βάθος της αίθουσας, εκατέρωθεν της κλειστής πόρτας, έχουν μεταφερθεί δύο υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα δούλων από τη Φρυγία, που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη της στέγης της διώροφης στοάς της αγοράς.
Επιστρέφοντας προς την έξοδο, θα δείτε τμήματα της τοιχογραφίας από τα διαμερίσματα ενός κτιρίου κοντά στο θέατρο, και μπροστά από αυτά το άγαλμα μιας θεάς, στο οποίο είναι ευδιάκριτη η προσπάθεια του καλλιτέχνη να μιμηθεί την κλασική τεχνοτροπία.
Η εντυπωσιακή γλυπτική διακόσμηση της σαρκοφάγου που θα δείτε στη συνέχεια απεικονίζει την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, τη γνωστή από το ομώνυμο έργο του Αισχύλου εκστρατεία εφτά ηρώων, υπό το βασιλιά του Άργους Άδραστο, με σκοπό να αποκαταστήσουν στο θρόνο των Θηβών τον Πολυνείκη, τον έναν από τους δύο γιους του Οιδίποδα.
Στη συνέχεια θα δείτε το άγαλμα της Άρτεμης ή κάποιας Αμαζόνας, το άγαλμα ενός αυτοκράτορα στο οποίο σώζονται ίχνη κόκκινου χρώματος, στον τοίχο τρεις κεφαλές αναρτημένες, και το άγαλμα της Αθηνάς αρχηγέτιδος, που αποτελεί μίμηση της αρχαϊκής τεχνοτροπίας.
Τα δύο δείγματα τοιχογραφιών από ρωμαϊκούς τάφους που έπονται ανήκουν στο ρεπερτόριο των ζωγράφων της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, από την εποχή του Αυγούστου, και απεικονίζουν σκηνές της καθημερινής ζωής στις όχθες του Νείλου.
Ακολουθεί ένα ρωμαϊκό αντίγραφο Καρυάτιδας, το άγαλμα του κυβερνήτη του θέματος της Αχαΐας και ο κορμός ενός Ρωμαίου αξιωματικού.
Στην προθήκη που υπάρχει σε αυτό το τμήμα της αίθουσας μπορείτε να δείτε δείγματα της βυζαντινής κεραμικής, που χρονολογούνται από το 10ο έως το 14ο αι., μεταξύ των οποίων αγγεία με εγχάρακτες διακοσμήσεις, πολύχρωμα αγγεία από την Κωνσταντινούπολη και μια σειρά αγγείων από τη Νότια Ιταλία.
Στο μέσο της αίθουσας βρίσκεται το πορτρέτο του Νέρωνα, που προέρχεται από την Ιουλιανή Βασιλική, και δύο προθήκες.
Στην πρώτη από αυτές εκτίθεται μια σειρά ευρημάτων, τα οποία περιλαμβάνουν ένα ξίφος πολεμιστή, ταφικό εύρημα του 6ου ή 7ου αι. μ.Χ., χάλκινες πόρπες, λύχνους, κεραμικά του 12ου αι. μ.Χ. με εγχάρακτες και επιπεδόγλυφες διακοσμήσεις, είδη καλλωπισμού, βυζαντινούς σταυρούς και ένα μολυβδόβουλο του πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254).
Στη δεύτερη προθήκη μπορείτε να δείτε κόκκινα περγαμηνά αγγεία και διάφορα άλλα ρωμαϊκά και υστερορωμαϊκά αγγεία.
Στη στεγασμένη στοά της αυλής του μουσείου, ενώ κατευθύνεστε προς την αίθουσα του Ασκληπιείου, θα δείτε στα αριστερά σας, στο επάνω μέρος του τοίχου, μια σειρά από μετόπες, που προέρχονται από τη σκηνή του θεάτρου, με σκηνές αμαζονομαχίας και γιγαντομαχίας καθώς και σκηνές από τους άθλους του Ηρακλή. Ακριβώς από κάτω εκτίθενται τμήματα από το αέτωμα του ναού, ενώ ακριβώς απέναντι αγάλματα από τη ρωμαϊκή αγορά.
Ο ένας από τους τοίχους της τρίτης αίθουσας, που στεγάζει τα ευρήματα του Ασκληπιείου, είναι γεμάτος από πήλινα αναθήματα σε φυσικό μέγεθος που οι πιστοί αφιέρωναν στο θεό: χέρια, πόδια, μαστούς, κεφαλές, αντρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα και αγαλματίδια.
Στην ίδια αίθουσα υπάρχουν τμήματα από τη σίμη του ναού, παλαιοχριστιανικές επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, και, τέλος, σε μια προθήκη μια σειρά από όπλα του 18ου και 19ου αι. που βρέθηκαν στον Ακροκόρινθο.
Στην πλευρά της στοάς που εφάπτεται με την αίθουσα του Ασκληπιείου εκτίθενται επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, ερμαϊκές στήλες και δύο αρχαϊστικές τριγωνικές βάσεις. Στη μία από αυτές παριστάνεται ο Δίας να κρατά το κέρας της αφθονίας στο αριστερό του χέρι και μια φιάλη στο δεξί. Εδώ θα δείτε επίσης και μία σαρκοφάγο, στην οποία, μέσα από το τζάμι που έχει τοποθετηθεί, είναι ορατά τα οστά του νεκρού και μια οινοχόη.
Στην όμορφη εσωτερική αυλή του μουσείου είναι τοποθετημένα, θυμίζοντας σκηνογραφία θεάτρου, μια σειρά από αγάλματα, σαρκοφάγους και αρχιτεκτονικά μέλη κτιρίων της ρωμαϊκής εποχής.
Τον Απρίλιο του 1990 από το Μουσείο της Κορίνθου εκλάπησαν 271 αντικείμενα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κλοπή που έχει σημειωθεί στη σύγχρονη ιστορία των ελληνικών μουσείων.
Τα κλαπέντα αντικείμενα βρέθηκαν από το FBI και εκπροσώπους του Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Ασφάλειας Αθηνών, σε καλή κατάσταση, στοιβαγμένα σε δώδεκα πλαστικά κιβώτια, σε μια αποθήκη στο Μαϊάμι των ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 1999. Η σπείρα των τεσσάρων αρχαιοκαπήλων εξαρθρώθηκε λίγους μήνες αργότερα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα στον ελληνικό και διεθνή τύπο αμέσως μετά την ανακάλυψη, το σύνολο των κλαπέντων είχε αγοραστεί από έναν Ελληνοαμερικάνο, ο οποίος ειδοποίησε τις αρχές, στις οποίες τα παρέδωσε με τον όρο να κρατηθεί μυστικό το όνομά του και, φυσικά, να μην ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του.
Από τα 271 κλαπέντα αντικείμενα παραδόθηκαν τα 268, τα οποία, και εκτέθηκαν σε ξεχωριστές προθήκες στη δεύτερη αίθουσα του μουσείου.
Έχετε λοιπόν την ευκαιρία να δείτε πάλι ύστερα από πολλά χρόνια, ή για πρώτη φορά, μερικά από τα αριστουργήματα που βρέθηκαν στην περιοχή της Κορίνθου, όπως την κεφαλή της Αφροδίτης του 300 π.Χ., τον αρύβαλλο με τους δύο αντικριστούς πετεινούς και τη χήνα στη μέση (625-600 π.Χ.), την αττική μελανόμορφη κύλικα με την παράσταση τέθριππου ανάμεσα σε δύο σφίγγες (δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ.) και τη ρωμαϊκή κεφαλή Διονύσου στεφανωμένου με φύλλα αμπέλου.
Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται επίσης μια πήλινη κεφαλή γενειοφόρου και μια μαρμάρινη κεφαλή κούρου του 5ου αι. π.Χ., μια αρχαϊκή κεφαλή κρανοφόρου Αθηνάς, 13 πορτρέτα ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, 49 πήλινα ειδώλια και 11 γυάλινα δοχεία.
Τα τρία αντικείμενα που δεν έχουν ακόμα βρεθεί είναι ένα μαρμάρινο πορτρέτο του Ιούλιου Καίσαρα που φιλοτεχνήθηκε μετά το θάνατό του, η κεφαλή ενός Έρωτα και μια κεφαλή Σάραπι.
Ψηφιδωτό με μορφή του Διονύσου, της ρωμαϊκής εποχής (Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου).
Γενική άποψη της πρώτης αίθουσας του Αρχαιολογικού Μουσείου Κορίνθου.
Μερική άποψη αίθουσας με γλυπτά των ρωμαϊκών χρόνων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου.
Dictionary of Greek. 2013.